Θέμης Σοφός: “Το υπερνομοθετικό δικαίωμα του υπόπτου και του κατηγορούμενου να γνωρίζει τη φύση και τον λόγο της κατηγορίας στο στάδιο της προδικασίας”

Θεμιστοκλής Ι. Σοφός, Δ.Ν., Δικηγόρος

Σύμφωνα με το άρ. 6 παρ. 3 ΕΣΔΑ («Δικαίωμα σε δίκαιη δίκη»), κάθε κατηγορούμενος έχει δικαίωμα: α. να πληροφορηθεί λεπτομερώς το συντομότερο δυνατό και σε γλώσσα που κατανοεί τη φύση και τον λόγο της εναντίον του κατηγορίας, β. να διαθέτει τον αναγκαίο χρόνο και ευκολίες για την προετοιμασία της υπεράσπισής του, γ. να υπερασπιστεί ο ίδιος τον εαυτό του ή να αναθέσει την υπεράσπισή του σε συνήγορο της επιλογής του ή, εάν δεν διαθέτει τα μέσα να πληρώσει συνήγορο, να του παρασχεθεί αυτός δωρεάν, όταν αυτό απαιτείται προς το συμφέρον της δικαιοσύνης, δ. να εξετάσει ή να ζητήσει να εξεταστούν οι μάρτυρες κατηγορίας και να πετύχει την πρόσκληση και εξέταση μαρτύρων υπεράσπισης με τους ίδιους όρους με αυτούς των μαρτύρων κατηγορίας, ε. να τύχει δωρεάν συνδρομής διερμηνέα, εάν δεν κατανοεί ή δεν μιλάει τη γλώσσα που χρησιμοποιείται στο Δικαστήριο.

Με το άρ. 18 του Ν. 5232/2025 (ΦΕΚ 163/22-9-2025) προστίθεται νέα      παράγραφος      στο   άρ.          100           του         Κώδικα           Ποινικής   Δικονομίας (ν. 4620/2019, Α’ 96), με την οποία εισάγεται ο κατ’ εξαίρεση αποκλεισμός κατηγορουμένου από την πρόσβαση σε επιμέρους υλικό της δικογραφίας. Η συγκεκριμένη διάταξη εντάσσεται στο 4ο κεφάλαιο του Κώδικα

Ποινικής Δικονομίας, με τίτλο «ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΔΙΑΔΙΚΩΝ». Πρόκειται για μια σειρά θεμελιωδών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, εκτεινομένων από τον διορισμό συνηγόρων, το δικαίωμα παροχής δωρεάν νομικής βοήθειας, η παράσταση με συνήγορο σε κάθε ανακριτική πράξη, διερμηνείας και μετάφρασης, Προθεσμία για την απολογία, το δικαίωμα

1 Εισήγηση στο 30ο Συνέδριο της Ένωσης Ποινικολόγων και Μαχομένων Δικηγόρων, Γηροκομείο Αθηνών, 4/5 Οκτωβρίου 2025

σιωπής και μη αυτοενοχοποίησης και το δικαίωμα σε ενημέρωση με χορήγηση εγγράφου περί των δικαιωμάτων (άρ. 95 και 96 ΚΠΔ). Μεταξύ των δικαιωμάτων που χορηγεί ευθέως στον ύποπτο και τον κατηγορούμενο συγκαταλέγεται το δικαίωμα ενημέρωσης σχετικά με την κατηγορία και το δικαίωμα πρόσβασης στο υλικό της δικογραφίας. Το τελευταίο, δηλαδή το δικαίωμα πρόσβασης στο υλικό της δικογραφίας περιγράφεται ειδικότερα στο άρ. 100 ΚΠΔ, με τίτλο «Ανακοίνωση των εγγράφων της ανάκρισης».

Ο ανακριτής, μόλις μετά την κλήτευσή του εμφανισθεί ή οδηγηθεί σε αυτόν ο κατηγορούμενος για να απολογηθεί, του ανακοινώνει το περιεχόμενο του κατηγορητηρίου και των εγγράφων της ανάκρισης. Επιτρέπεται επίσης στον κατηγορούμενο να μελετήσει ο ίδιος ή ο συνήγορός του το κατηγορητήριο και τα έγγραφα της ανάκρισης, ενώ με γραπτή αίτηση του κατηγορουμένου και με δαπάνη του χορηγούνται σε αυτόν αντίγραφα του κατηγορητηρίου και των εγγράφων της ανάκρισης. Την ίδια υποχρέωση έχει ο ανακριτής, και τα ίδια δικαιώματα ο κατηγορούμενος, όταν κληθεί ξανά σε συμπληρωματική απολογία. Πάντως μετά το τέλος της ανάκρισης και προτού διαβιβαστεί η δικογραφία στον εισαγγελέα (άρθρο 308 παρ. 1), καλείται πάντοτε ο κατηγορούμενος να μελετήσει όλη τη δικογραφία. Αν όμως η ανάκριση εξακολούθησε περισσότερο από μήνα μετά την πρώτη ή κάθε μεταγενέστερη απολογία, δικαιούται ο κατηγορούμενος να ασκεί τα δικαιώματά του μια φορά το μήνα, και κάθε φορά ο ανακριτής συντάσσει σχετική έκθεση κάτω από την απολογία του κατηγορουμένου.

Η διατύπωση της νέας παραγράφου 3 του άρ. 100 ΚΠΔ έχει πλέον

de lege lata ως εξής: «..Κατά παρέκκλιση από τις παρ. 1 και 2, εφόσον δεν θίγεται το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, όπως έχει ερμηνευθεί, ιδίως από την πάγια νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), οι αρμόδιες δικαστικές και εισαγγελικές αρχές, κατά την ανάκριση, προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση αδικημάτων που προσβάλλουν μη προσωποπαγή έννομα αγαθά, δύνανται, με ειδική αιτιολογία, να μην επιτρέψουν, την πρόσβαση σε τμήμα του υλικού, εξαιρουμένου εκείνου στο

οποίο στηρίζεται κατά βάση η σύλληψη και η προσωρινή κράτηση του κατηγορουμένου, αν η πρόσβαση ενδέχεται να θέσει σε άμεσο και σοβαρό κίνδυνο τη ζωή ή τα θεμελιώδη δικαιώματα άλλου προσώπου ή αν τέτοια άρνηση είναι απολύτως απαραίτητη για την προστασία σημαντικού δημοσίου συμφέροντος και ιδίως σε περιπτώσεις κατά τις οποίες θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τη διεξαγωγή έρευνας ή να βλάψει σοβαρά την εθνική ασφάλεια. Κατά της ανωτέρω άρνησης, ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του έχει το δικαίωμα να υποβάλει αντιρρήσεις ενώπιον του αρμοδίου δικαστικού συμβουλίου, το οποίο αποφασίζει αμετάκλητα

Στην παρούσα επιχειρείται μια νομοθεωρητική αρχικά και στη συνέχεια μια δικαιοπολιτική προσέγγιση της νεοπαγούς διάταξης, η συστηματική αξιολόγησή της σε σχέση με τα λοιπά δικαιώματα που χορηγεί ο ΚΠΔ σε συνδυασμό με το Ενωσιακό Δίκαιο.

(Α) Νομοθεωρητική προσέγγιση μιας αόριστης και αντιφατικής δικονομικής διάταξης

Η διατύπωση ενός δικονομικού κανόνα δικαίου θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από σαφήνεια, χωρίς αντιφάσεις και να αποτυπώνει στο έπακρο το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Ειδικά όταν πρόκειται για την χορήγηση ενός δικαιώματος ευθέως στον κατηγορούμενο ή τον ύποπτο, πρέπει να διατυπώνεται κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να καθιστά σαφές σε αυτόν τι ακριβώς δικαιούται, αλλά και υπό ποίες δικονομικές προϋποθέσεις δύναται να το ασκήσει. Και αυτό διότι το δικονομικό δίκαιο,

«οι νόμοι της δίκης», χρησιμεύει εν γένει καθόλες τις εκφάνεις του στην πραγμάτωση του ουσιαστικού ποινικού δικαίου. Η πραγμάτωση αυτή μέσα από την ποινική διαδικασία συνιστά την differentia specifica της ποινικής έναντι κάθε άλλης δικονομίας, ώστε να μπορεί να γίνει δεκτό ότι το ποινικό δικονομικό δίκαιο είναι περισσότερο ποινικό παρά δικονομικό2. Ο Ανδρουλάκης, σε συνέχεια της νομοθεωρητικής διδασκαλίας του Binding

2 Ανδρουλάκη Νικ., Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, 10 επ.

κατέδειξε ότι όταν μιλάμε για την πραγμάτωση του ουσιαστικού ποινικού δικαίου μέσα από τις ποινικοδικονομικές διατάξεις, δεν εννοούμε την πραγμάτωση των πρωτευόντων κανόνων συμπεριφοράς, με την οποία επιλύονται έτσι οι διαφορές που γεννώνται από την προσβολή ενός εννόμου αγαθού, αλλά την πραγμάτωση των δευτερευόντων, δηλ. των κυρωτικών κανόνων.

Στο πλαίσιο πραγμάτωσης των κυρωτικών κανόνων αναφύεται ένα βασικό δίλημμα, συνιστάμενο στον συγκερασμό δύο αρχών, δηλαδή ότι η ποινική δίκη πρέπει να είναι προσανατολισμένη κατά κύριο λόγο στην ανάγκη προστασίας της κοινωνίας με την καταστολή του εγκλήματος, αλλά και εξίσου στην ανάγκη προστασίας του κατηγορουμένου με την εξασφάλιση σε αυτόν όλων των μέσων για την υπεράσπισή του. Κατά τον Beling, «το εάν θα τελέσουμε ή όχι μια αξιόποινη πράξη εξαρτάται από εμάς, αλλά το αν θα βρεθούμε ή όχι στο εδώλιο του κατηγορουμένου δεν εξαρτάται από εμάς.» Μια ψευδής καταμήνυση, πολιτικές σκοπιμότητες ή πλάνη των διωκτικών αρχών μπορεί να εμπλέξουν οιονδήποτε πολίτη στην ποινική δικαιοσύνη, διό και το προβάδισμα ανήκει κατ΄αρχήν στην προστασία το ατόμου, δηλ. τη διασφάλιση του κατηγορουμένου3.

Ο κυριότερος ποινικοδικονομικός τύπος έγκειται στην ικανοποίηση του δικαιώματος ακροάσεως του κατηγορουμένου από τους εφαρμοστές της ποινικής δικαιοδοσίας, καθώς και κατά τη συνταγματική επιταγή έκαστος δικαιούται στην παροχή εννόμου προστασίας από το δικαστήριο και δύναται να αναπτύξει ενώπιον του τις απόψεις του περί των δικαιωμάτων ή συμφερόντων του. ‘Εκφραση αυτή της αρχής συνιστά η σειρά όλων των επόμενων δικαιωμάτων όπως αυτά παρέχονται από τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

Ο ουσιώδης τύπος της προηγούμενης ακρόασης δεν εξαντλείται στην απλή παροχή της ευχέρειας στο υποκείμενο της δίκης, δηλαδή στον κατηγορούμενο, να εκφράσει τις απόψεις του, δεν είναι δηλαδή μια απλή έκφραση  γνώμης,  αλλά  δικαίωμα  stricto  sensu  ακρόασης  από  το

3 Ανδρουλάκη Νικ., ό.π., 32

δικαστήριο,  κατόπιν  σ υ ν ε ι δ η τ ή ς  τ ο π ο θ έ τ η σ η ς  του κατηγορουμένου σε κάθε επιμέρους πτυχή που συνθέτει το αποδεικτικό υλικό της σε βάρος του κατηγορίας. Η συνειδητή τοποθέτηση του κατηγορουμένου είναι εφικτή μόνον εάν έχει λάβει γνώση όλων των στοιχείων της σχηματισθείσης σε βάρος του δικογραφίας, ανά χείρας του εισαγγελικού ή δικαστικού λειτουργού κατά το στάδιο της προδικασίας. Δηλαδή κατά τη διάρκεια του σταδίου κατά το οποίο ακόμη δεν έχει γεννηθεί η δημόσια κατηγορία σε βάρος του που τον παραπέμπει σε δίκη. Το στάδιο αυτό του τοκετού της κατηγορίας απαιτεί όλη την προγεννητική μέριμνα, ώστε η κύηση να θεωρείται φυσιολογική και η γέννηση της κατηγορίας λογικώς αμέσως επόμενη συνέπεια της προδικασίας.

Αυτή είναι και η αποστολή του ποινικού δικονομικού δικαίου, με απώτερο στόχο την εμπέδωση της ειρηνικής έννομης τάξης

(Β) Nullum Crimen nulla poena sine processu

Σε αυτή τη βάση επιτυγχάνεται η πραγμάτωση των πρωτευόντων και των δευτερευόντων κυρωτικών κανόνων με την άσκηση του τιμωρητικού δικαιώματος της Πολιτείας. Με την εξαίρεση των πολεμικών συγκρούσεων, τίποτε δεν προξένησε στην ανθρωπότητα τόσες συμφορές και δάκρυα, όσο η εκδηλούμενη κρατική δύναμη με τη μορφή της ποινικής λειτουργίας της Πολιτείας.4 Η σύγχρονη ιστορία της ανθρωπότητας δοκιμάζεται και πάλι από το ίδιο μάθημα που έχει λάβει κατά καιρούς στο παρελθόν, και από ό,τι φαίνεται δεν έχει διδαχθεί. Η τιμώρηση των εγκλημάτων δεν δύναται να γίνεται όπως όπως και ως έτυχε από οποιονδήποτε φορέα της πολιτειακής εξουσίας, αλλά από δοκιμασμένους για την πλαισίωσή τους από τις συνταγματικές διατάξεις λειτουργούς της δικαστικής εξουσίας που παρέχουν εγγυήσεις αμερόληπτης και ασφαλούς κρίσης, υπό την προϋπόθεση της κορυφαίας δικαιοπολιτικής αξίας της ποινικής δίκης Nullum Crimen nulla poena sine processu !

4 Έτσι ο Eberhard Schmidt, Lehrkommentar zur StPO und zum GVG, τ. I 2α έκδ. 1964, σ. 35

(Γ) Η συστηματική κατάταξη του δικαιώματος πρόσβασης στη δικογραφία σε σχέση με το δικαίωμα σιωπής

Όπως προαναφέρθηκε, η διάταξη του άρ. 100 ΚΠΔ εντάσσεται στο 4ο κεφάλαιο του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, με τίτλο «ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΔΙΑΔΙΚΩΝ». Πρόκειται για μια σειρά θεμελιωδών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, τα οποία κατατάσσονται συστηματικά σε μια συγκεκριμένη φορά από τον διορισμό συνηγόρων, μέχρι και το δικαίωμα σε ενημέρωση με χορήγηση εγγράφου περί των δικαιωμάτων και τελικά το δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησης (άρ. 95 και 96 ΚΠΔ). Αυτό σημαίνει ότι το ποινικοδικονομικό μας σύστημα δίνει το δικαίωμα στον ύποπτο και τον κατηγορούμενο να σιωπήσει, όχι μόνον διότι αυτό επιλέγει ως ουσιαστική άμυνα σε μια ενδεχόμενη ή μια ορισμένη κατηγορία, αλλά διότι δεν έχει εμπιστοσύνη στην διαδικασία που ακολουθείται κατά την προδικασία, με αποτέλεσμα να παρέχεται ένα ικανοποιητικότερο πέπλο προστασίας μέσα από την σιωπή του, αντί της επιλογής της παγίδευσής του σε μια ελλιπή ενημέρωσή του ως προς το αποδεικτικό υλικό της δικογραφίας.

(Δ) Το Ενωσιακό και το Εθνικό Δίκαιο

Σύμφωνα με την Οδηγία 2012/13/ΕΕ, “οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να ενημερώνουν άμεσα τον ύποπτο ή κατηγορούμενο σχετικά με τα δικαιώματα τα οποία είναι ουσιώδη για τη διασφάλιση του δίκαιου χαρακτήρα της διαδικασίας, όπως αυτά ισχύουν σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, γραπτώς ή προφορικώς, όπως προβλέπεται από την παρούσα οδηγία. Για την πρακτική και αποτελεσματική άσκηση αυτών των δικαιωμάτων, η ενημέρωση θα πρέπει να παρέχεται εγκαίρως κατά τη διάρκεια της διαδικασίας και το αργότερο πριν από την πρώτη επίσημη εξέταση του υπόπτου ή κατηγορουμένου από την αστυνομία ή από άλλη αρμόδια αρχή. Έγγραφα και, ενδεχομένως, φωτογραφίες, ακουστικές και

οπτικές εγγραφές, τα οποία έχουν μεγάλη σημασία για την αποτελεσματική αμφισβήτηση του νόμιμου χαρακτήρα μιας σύλληψης ή κράτησης του υπόπτου ή κατηγορουμένου σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, θα πρέπει να τίθενται στη διάθεση του υπόπτου ή κατηγορουμένου ή του δικηγόρου του το αργότερο πριν μια αρμόδια δικαστική αρχή κληθεί να αποφασίσει για τη νομιμότητα της σύλληψης ή κράτησης σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 4 της ΕΣΔΑ, και εγκαίρως προκειμένου να καταστεί δυνατή η αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος προσβολής της νομιμότητας της σύλληψης ή κράτησης. Για τον σκοπό της οδηγίας, η κατά εθνικό δίκαιο πρόσβαση στο αποδεικτικό υλικό της υπόθεσης, το οποίο βρίσκεται στην κατοχή των αρμόδιων αρχών σε συγκεκριμένη ποινική υπόθεση, είτε αυτό συνηγορεί υπέρ είτε κατά του υπόπτου ή κατηγορουμένου, θα πρέπει να περιλαμβάνει την πρόσβαση σε υλικό, όπως έγγραφα και, ενδεχομένως, φωτογραφίες, καθώς και οπτικές και ακουστικές εγγραφές. Τα ανωτέρω υλικά μπορούν να περιέχονται σε φάκελο της υπόθεσης ή να βρίσκονται με οποιαδήποτε άλλη κατάλληλη μορφή στην κατοχή των αρμόδιων αρχών σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.

Η κατά την παρούσα οδηγία πρόσβαση στο αποδεικτικό υλικό το

οποίο έχουν οι αρμόδιες αρχές στην κατοχή τους, είτε συνηγορεί υπέρ είτε κατά του υπόπτου ή κατηγορουμένου, μπορεί να απαγορευθεί, υπό τις ανωτέρω ΕΠΙΦΥΛΑΞΕΙΣ, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, εάν μπορεί να θέσει σε σοβαρό κίνδυνο τη ζωή ή τα θεμελιώδη δικαιώματα άλλου προσώπου ή εάν η απαγόρευση είναι απολύτως απαραίτητη για να προστατευθεί σημαντικό δημόσιο συμφέρον.

ΡΗΤΑ ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΟΔΗΓΙΑ 2012/13/ΕΕ ότι

(α) η απαγόρευση πρέπει να σταθμισθεί έναντι των δικαιωμάτων υπεράσπισης του υπόπτου ή κατηγορουμένου, λαμβάνοντας υπόψη τα διάφορα στάδια της ποινικής διαδικασίας.

(β) Οι περιορισμοί πρόσβασης θα πρέπει να ερμηνεύονται στενά και σύμφωνα με την αρχή του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη σύμφωνα με την

ΕΣΔΑ και όπως ερμηνεύεται στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

(γ) Δικαίωμα πρόσβασης στο υλικό της υπόθεσης θα πρέπει να παρέχεται με την επιφύλαξη των διατάξεων του εθνικού δικαίου σχετικά με την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και τον τόπο διαμονής των προστατευόμενων μαρτύρων.

(δ) Η πρόσβαση στο υλικό της δικογραφίας, όπως προβλέπεται στην παρούσα οδηγία, θα πρέπει να παρέχεται δωρεάν με την επιφύλαξη των διατάξεων του εθνικού δικαίου που απαιτούν την καταβολή τελών για τη χορήγηση αντιγράφων από τον φάκελο της υπόθεσης ή για την αποστολή υλικού στον ενδιαφερόμενο ή τον δικηγόρο του.

(ε) Η παροχή πληροφοριών σύμφωνα με την παρούσα οδηγία θα πρέπει να καταγράφεται από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τις διαδικασίες καταγραφής του εθνικού δικαίου, χωρίς περαιτέρω υποχρέωση εισαγωγής νέων μηχανισμών ή αύξη σης διοικητικών βαρών.

(στ) Ο ύποπτος ή κατηγορούμενος ή ο δικηγόρος του θα πρέπει να έχουν δικαίωμα προσφυγής, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, κατά της ενδεχόμενης παράλειψης ή άρνησης της αρμόδιας αρχής να παράσχει πληροφορίες ή να γνωστοποιήσει υλικό της υπόθεσης σύμφωνα με την παρούσα οδηγία. Το δικαίωμα αυτό δεν συνεπάγεται υποχρέωση των κρατών μελών να θεσπίσουν μια συγκεκριμένη διαδικασία ενδίκων μέσων, έναν ειδικό μηχανισμό ή μια διαδικασία προσφυγής κατά των εν λόγω περιπτώσεων παράλειψης ή άρνησης.

Η νομοθετική πρωτοβουλία με το άρ. 18 του Ν. 5232/2025 (ΦΕΚ 163/22-9-2025) αποτελεί μια δεύτερη προσπάθεια του Έλληνα νομοθέτη να ενσωματώσει στην εσωτερική έννομη τάξη την πρόβλεψη της Οδηγίας 2012/13/ΕΕ σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών.

Στην επεξηγηματική έκθεσή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ήδη την 20/7/2010, στην Πρόταση Οδηγίας για το δικαίωμα ενημέρωσης, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η πρόταση βασίζεται στο άρ. 82 παρ. 2 ΣΛΕΕ (Δικαστική Συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις) και συνιστά την πορεία βελτίωσης των δικαιωμάτων των υπόπτων και κατηγορουμένων στον κοινό ευρωπαϊκό χώρο. Επισημαίνει επίσης η Επιτροπή στην πρόταση οδηγίας τα ελλείμματα και την ανομοιομορφία στη νομοθεσία των κρατών μελών σε σχέση με τον χρόνο, τον τρόπο και την έκταση της ενημέρωσης των υπόπτων και κατηγορουμένων για τα θεμελιώδη δικαιώματά τους και εντεύθεν την ανάγκη θεσπίσεως κοινών minimum standards στον τομέα αυτόν, κατόπιν δύο ερευνών που διεξήχθησαν και ανέδειξαν την επιφανειακή αρμονία των εθνικών νομοθεσιών. Εν συνεχεία η πρόταση οδηγίας υποβλήθηκε στο Συμβούλιο της Ε.Ε. και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Ακολούθησε διαβούλευση με επίκεντρο τον κατάλογο δικαιωμάτων και το κείμενο της τελικής Οδηγίας υιοθετήθηκε χωρίς άλλες τροποποιήσεις από το Συμβούλιο της Ε.Ε. την 26/4/2012.

Το δικαίωμα του κατηγορουμένου να λάβει γνώση για τη φύση και

τον λόγο της εναντίον του κατηγορίας, έχοντας ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη, δεν είναι ένα δικαίωμα από τα πολλά που περιέχονται σε έναν κατάλογο, αλλά ένα ενιαίο και αδιαίρετο δικαίωμα, το οποίο περιλαμβάνει στα συστατικά του στοιχεία όλα τα επιμέρους δικαιώματα που περιλαμβάνονται στον κατάλογο αυτόν.

Σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 7 της Οδηγίας, προβλέπεται ο προσωρινός αποκλεισμός της πρόσβασης σε «τμήμα του αποδεικτικού υλικού αν αυτή ενδέχεται να θέσει σε σοβαρό κίνδυνο τη ζωή ή τα θεμελιώδη δικαιώματα άλλου προσώπου ή τέτοια άρνηση είναι απολύτως απαραίτητη για την προστασία σημαντικού δημοσίου συμφέροντος, όπως στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η πρόσβαση θα μπορούσε να διακυβεύσει τη διεξαγωγή έρευνας, ή να βλάψει σοβαρά την εθνική ασφάλεια του κράτους μέλους στο οποίο διεξάγεται η ποινική διαδικασία». Ο εν λόγω περιορισμός τελεί υπό την προϋπόθεση ότι «δεν θίγεται το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη».

Στο Προοίμιο της Οδηγίας προβλέπεται ότι «Η κατά την παρούσα οδηγία πρόσβαση στο αποδεικτικό υλικό το οποίο έχουν οι αρμόδιες αρχές στην κατοχή τους, είτε συνηγορεί υπέρ είτε κατά του υπόπτου ή κατηγορουμένου, μπορεί να απαγορευθεί, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, εάν μπορεί να θέσει σε σοβαρό κίνδυνο τη ζωή ή τα θεμελιώδη δικαιώματα άλλου προσώπου ή εάν η απαγόρευση είναι απολύτως απαραίτητη για να προστατευθεί σημαντικό δημόσιο συμφέρον. Η απαγόρευση πρέπει να σταθμισθεί έναντι των δικαιωμάτων υπεράσπισης του υπόπτου ή κατηγορουμένου, λαμβάνοντας υπόψη τα διάφορα στάδια της ποινικής διαδικασίας. Οι περιορισμοί πρόσβασης θα πρέπει να ερμηνεύονται στενά και σύμφωνα με την αρχή του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη σύμφωνα με την ΕΣΔΑ και όπως ερμηνεύεται στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου».

(α) Ο περιορισμός του δικαιώματος του κατηγορουμένου ή υπόπτου ή του συνηγόρου τους να έχουν πρόσβαση στο αποδεικτικό υλικό της υπόθεσης επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση και μόνο για τμήμα του εν λόγω υλικού, ουδέποτε δε για το σύνολό του.

(β) Η κατά τα ανωτέρω απαγόρευση συγχωρείται, εφ’ όσον πιθανολογείται ότι η πρόσβαση στο επίμαχο υλικό θα θέσει σε κίνδυνο την ζωή ή θεμελιώδη δικαιώματα άλλων προσώπων ή αν αυτή συνιστά το μοναδικό μέσο («απολύτως αναγκαία») για την προστασία «σημαντικού δημοσίου συμφέροντος». Ως παραδείγματα τέτοιου συμφέροντος αναφέρονται η εθνική ασφάλεια του κράτους ή η βλάβη της διενεργούμενης έρευνας (ανάκρισης).

Όπως ορθά παρατηρεί ο Αναγνωστόπουλος, η διατύπωση της Οδηγίας είναι στο σημείο αυτό μάλλον αόριστη και δεν προστατεύει επαρκώς τους υπόπτους ή κατηγορουμένους έναντι – «αναπόφευκτων υπερβάσεων εκ μέρους των κρατικών αρχών». Αξίζει να σημειωθεί ότι η διατύπωση της Πρότασης Οδηγίας της Επιτροπής ήταν εν προκειμένω στενότερη, καθ’

όσον προέβλεπε την δυνατότητα περιορισμού του υπό συζήτηση δικαιώματος μόνον για την προστασία της ζωής (και όχι άλλων θεμελιωδών δικαιωμάτων) άλλων προσώπων ή για λόγους εσωτερικής ασφάλειας, ώστε να διασφαλιστεί ότι θα γίνεται χρήση της μόνο σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις: «Ο κίνδυνος που εγκυμονεί η αοριστία της θεσπιζόμενης ρύθμισης επιχειρείται να αντισταθμιστεί με την πρόβλεψη ότι ο υπό συζήτηση περιορισμός πρέπει να ερμηνεύεται «στενά» και να μη θίγει το δικαίωμα δίκαιης δίκης και υπερασπίσεως, και δη αναλόγως του σταδίου στο οποίο ευρίσκεται η ποινική διαδικασία, με παραπομπή στην σχετική νομολογία του ΕυρΔΔΑ. Η υποδεικνυόμενη κατά στάδια στάθμιση του

«σημαντικού δημοσίου συμφέροντος» κ.λπ. έναντι του δικαιώματος υπερασπίσεως έχει προδήλως την έννοια ότι ο περιορισμός της πρόσβασης σε τμήμα του αποδεικτικού υλικού οφείλει να κάμπτεται υπέρ του τελευταίου όσο προοδεύει η διαδικασία»5.

Σε κάθε περίπτωση ο περιορισμός αυτός παύει το αργότερο με την υποβολή του απρόσιτου υλικού στο αρμόδιο να αποφανθεί επί της ουσίας δικαστήριο, ώστε να μην είναι πλέον δυνατόν να αποκλεισθεί ο κατηγορούμενος και ο συνήγορός του από την πρόσβαση σε αποδεικτικά στοιχεία που έχουν στην κατοχή τους χάριν υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος κ.λπ. Αν θεωρηθεί δε ότι οι λόγοι που επέβαλαν το απρόσιτο ορισμένων αποδεικτικών στοιχείων εξακολουθούν να υφίστανται και μετά το πέρας της ανακριτικής διαδικασίας, οφείλουν να μην τα συσχετίσουν στην δικογραφία, ώστε αυτά να παραμείνουν απόρρητα, υπό την απαράβατη προϋπόθεση, ότι αυτά τα στοιχεία δεν κατατείνουν στην υπεράσπιση του κατηγορουμένου, αλλά τον επιβαρύνουν υπέρ της κατηγορίας. Κάθε απόκρυψη αποδεικτικών στοιχείων εκ μέρους των εισαγγελικών ή δικαστικών αρχών που εξασθενίζουν την κατηγορία είναι απαγορευμένη, το αργότερο στο στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας.

5 Αναγνωστόπουλου Ηλία, Δικαιώματα των κατηγορουμένων στην Ε.Ε., 2017, σ. 125 επ.

Πόσο αρκετό εκτιμάται ότι είναι αυτό εν σχέσει με το postulatum της δίκαιης δίκης;

(Ε) Αποδοχή του περιορισμού πρόσβασης στη δικογραφία ή αιτιολογημένο δικαίωμα σιωπής ;

Στο σημείο 36 του Προοιμίου της Οδηγίας και ήδη άρ. 8 της Οδηγίας 2012/13/ΕΕ δίνεται στον ύποπτο ή κατηγορούμενο ή τον δικηγόρο δικαίωμα προσφυγής, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, κατά της ενδεχόμενης παράλειψης ή άρνησης της αρμόδιας αρχής να παράσχει πληροφορίες ή να γνωστοποιήσει υλικό της υπόθεσης σύμφωνα με την παρούσα οδηγία. Έτσι διατυπώθηκε το τελευταίο εδάφιο της παρ. 3 του άρ. 100 ΚΠΔ, σύμφωνα με το οποίο κατά της ανωτέρω άρνησης, ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του έχει το δικαίωμα να υποβάλει αντιρρήσεις ενώπιον του αρμοδίου δικαστικού συμβουλίου, το οποίο αποφασίζει αμετάκλητα. Η πρόβλεψη αυτή όμως δυσχεραίνει την υπεράσπιση του κατηγορουμένου καθώς τον οδηγεί σε διεκδίκηση ενάσκησης δικαιώματος σε δικαστικό Συμβούλιο εκθέτοντάς τον σε πρόσθετες «εξηγήσεις» για τους λόγους για τους οποίους υποβάλει αντιρρήσεις. Με άλλα λόγια, προτού καν κατηγορηθεί, αναγκάζεται να υποβάλει αντιρρήσεις για κάτι που δεν γνωρίζει εάν θα κατηγορηθεί στο μέλλον.

Εξάλλου, προβλέπεται στο σημείο 33 του Προοιμίου της Οδηγίας, ότι το δικαίωμα πρόσβασης στο υλικό της υπόθεσης θα πρέπει να παρέχεται με την επιφύλαξη των διατάξεων του εθνικού δικαίου σχετικά με την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και τον τόπο διαμονής των προστατευόμενων μαρτύρων. Ο περιορισμός αυτός όμως δεν επιτρέπεται να ματαιώνει ή να δυσχεραίνει την αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος υπερασπίσεως. 6

6 ΕΔΔΑ Kostovski κατά Ολλανδίας της 20.11.1989. Σχετική η υπ’ αριθμ. 15/31.10.2007 ΓνωμΕισΑΠ (Φ.Μακρή), ΠοινΧρ ΝΘ/186 επ.

Σε περίπτωση που συμβαίνει αυτό, τότε κρίνεται μάλλον προτιμώτερο ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος να ασκήσει το δικαίωμα σιωπής με αιτιολογημένη άρνηση σύμπραξης κατά την προδικασία σε οποιοδήποτε ερώτημα, ώστε να επιφυλαχθεί για οποιαδήποτε τοποθέτησή του κατά την κύρια διαδικασία, αντί να εκτεθεί σε οποιαδήποτε παγίδευσή του που προξενείται από την ελλιπή γνώση του αποδεικτικού υλικού.

Το άρθρο 6 παρ. 2 της Οδηγίας επιβάλλει στα κράτη-μέλη να ενημερώνουν τον συλληφθέντα ή κρατούμενο για τους λόγους της σύλληψης ή κράτησής του συμπεριλαμβανομένης της αξιόποινης πράξης την οποία φέρεται, ή κατηγορείται, ότι διέπραξε». Για την εν λόγω ενημέρωση δεν προβλέπεται συγκεκριμένος τύπος. Αυτή η ενημέρωση δεν αποτελεί το κατηγορητήριο, συνιστά όμως το ελάχιστο της γνώσης για τον λόγο της σύλληψης (Χριστόφορου Κορτέση κατά Ελλάδος 2012) το ΕΔΔΑ καταδίκασε την Ελλάδα για παραβίαση του άρθρου 5 παρ. 2 ΕΣΔΑ, διότι μεταξύ του χρόνου έκθεσης συλλήψεως του προσφεύγοντος που συνέταξαν οι αστυνομικές αρχές στην ΓΑΔΑ και της γνωστοποίηση των λόγων της συλλήψεώς του μεσολάβησαν 29 ώρες.

Το ΕΔΔΑ επανέλαβε την θέση του, ότι στις υποθέσεις τρομοκρατίας οι κρατικές αρχές αντιμετωπίζουν ιδιάζοντα προβλήματα, σημείωσε όμως ότι τούτο δεν τους παρέχει κάποια εξουσία εν λευκώ (carte blanche) να συλλαμβάνουν και να κρατούν υπόπτους χωρίς τον προσήκοντα δικαστικό έλεγχο7. Το ΕυρΔΔΑ υπενθύμισε ότι το άρθρο 5 παρ. 2 θεσπίζει μια στοιχειώδη εγγύηση, ήτοι ότι ο συλλαμβανόμενος δικαιούται να πληροφορηθεί το συντομότερον δυνατόν τους πραγματικούς και νομικούς λόγους της στέρησης της ελευθερίας του, ώστε να είναι σε θέση να αμφισβητήσει την νομιμότητά της ενώπιον δικαστικής αρχής κατά την παρ. 4 του αυτού άρθρου. Η έγκαιρη εκπλήρωση της σχετικής υποχρέωσης

7 Μυλωνόπουλου, Το Ευρωπαϊκό Ποινικό Δίκαιο, 81 επ.

των αρχών κρίνεται, σύμφωνα με το ΕυρΔΔΑ, αναλόγως των ιδιαίτερων συνθηκών κάθε περιπτώσεως, δεδομένου ότι ο συλλαμβάνων αστυνομικός ενδέχεται να μην μπορεί να ενημερώσει αμέσως και επί τόπου το συλλαμβανόμενο πρόσωπο.

Στο 4ο κεφάλαιο του ΚΠΔ, με τίτλο «ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΔΙΑΔΙΚΩΝ» θα πρέπει να ενταχθεί περαιτέρω το περιεχόμενο του εγγράφου δικαιωμάτων που εκτός από τις πληροφορίες που ορίζονται ήδη, θα πρέπει να προστεθεί στο δικαίωμα πρόσβασης στο υλικό της δικογραφίας και το μέρος αυτής που δεν γνωστοποιείται στον ύποπτο και στον κατηγορούμενο, και όχι να τον αφήσει η εισαγγελική ή δικαστική αρχή με την πεπλανημένη πεποίθηση ότι έχει λάβει γνώση του υλικού της δικογραφίας αορίστως, υποβάλλοντάς τον έτσι σε ηθελημένη παγίδευση ως προς τον βαθμό της γνώσης του.

Στην παρ. 3 του άρ. 100 ΚΠΔ, εξαιρείται ρητά το υλικό εκείνο στο οποίο στηρίζεται κατά βάση η σύλληψη και η προσωρινή κράτηση του κατηγορουμένου. Πράγματι, στο σημείο 30 του Προοιμίου της Οδηγίας προβλέπεται ότι «Έγγραφα και, ενδεχομένως, φωτογραφίες, ακουστικές και οπτικές εγγραφές, τα οποία έχουν μεγάλη σημασία για την αποτελεσματική αμφισβήτηση του νόμιμου χαρακτήρα μιας σύλληψης ή κράτησης του υπόπτου ή κατηγορουμένου σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, θα πρέπει να τίθενται στη διάθεση του υπόπτου ή κατηγορουμένου ή του δικηγόρου του το αργότερο πριν μια αρμόδια δικαστική αρχή κληθεί να αποφασίσει για τη νομιμότητα της σύλληψης ή κράτησης σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος

4 της ΕΣΔΑ, και εγκαίρως προκειμένου να καταστεί δυνατή η αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος προσβολής της νομιμότητας της σύλληψης ή κράτησης». Ήδη στην υπόθεση José Lamy κατά του Βελγίου8, το Δικαστήριο έκρινε ότι επιτρέπεται μεν ο περιορισμός του δικαιώματος πρόσβασης στο αποδεικτικό υλικό της υπόθεσης κατά την προδικασία, εφ’

8 Π. Νικολόπουλου, Δικαιώματα του κατηγορουμένου: Ένα κριτικό μυστικό και κοινοποίηση του φακέλου (απόφ. «Lamy» του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου της 30 Μαρτίου 1989), ΠοινΧρ Μ/623 επ.

όσον τούτο είναι αναγκαίο για την προστασία της μυστικότητας της ανάκρισης, πλην όμως ο περιορισμός αυτός δεν συγχωρείται έναντι κρατουμένων κατηγορουμένων σε σχέση με τα αποδεικτικά στοιχεία που είναι απαραίτητα προκειμένου αυτοί να αμφισβητήσουν αποτελεσματικώς την νομιμότητα της επιβολής ή διατήρησης της κράτησής τους ενώπιον του αρμοδίου δικαστικού οργάνου σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 4 ΕΣΔΑ.

Ο προσφεύγων, κατηγορούμενος για δολία χρεωκοπία, πλαστογραφία, υπεξαίρεση κ.ά., κρατήθηκε με ένταλμα του ανακριτή μετά την εξέτασή του, η κράτησή του δε επικυρώθηκε και παρατάθηκε από το δικαστικό συμβούλιο, χωρίς να του παρασχεθεί πρόσβαση στην δικογραφία, δεδομένου ότι υπό το βελγικό δίκαιο αυτή αποκλειόταν τις πρώτες τριάντα ημέρες μετά την απολογία του κατηγορουμένου στον ανακριτή. Το ΕυρΔΔΑ επισήμανε ότι η πρόσβαση στην δικογραφία για τον προσφεύγοντα και τον συνήγορό του ήταν απαραίτητη προκειμένου να αντικρούσουν επί ίσοις όροις, σύμφωνα με την αρχή της ισότητας των όπλων, τις θέσεις του Εισαγγελέα ο οποίος πρότεινε την συνέχιση της κράτησής του έχοντας στην διάθεσή του το σύνολο του αποδεικτικού υλικού της υπόθεσης. Κατά το Δικαστήριο, αφού η ύπαρξη σοβαρών υπονοιών ενοχής συνιστά προϋπόθεση της προσωρινής κράτησης, δεν νοείται ο κατηγορούμενος να αποστερείται της προσβάσεως στα αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας επί των οποίων στηρίζονται οι εν λόγω υπόνοιες.

Στην υπόθεση του Περουβιανού Luis Antonio Garcia-Alva κατά της

Γερμανίας το Δικαστήριο, με απόφασή του της 13.2.2001, διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 5 παρ. 4 ΕΣΔΑ, διότι η Εισαγγελία του Βερολίνου αρνήθηκε, σύμφωνα με το τότε ισχύον άρθρο 147 παρ. 2 γερμΚΠΔ, να επιτρέψει στον προσφεύγοντα κατηγορούμενο και προσωρινώς κρατούμενο για εμπορία ναρκωτικών και τον συνήγορό του την πρόσβαση στο αποδεικτικό υλικό της δικογραφίας, επικαλούμενη την ανάγκη διαφύλαξης της μυστικότητας της ανακρίσεως.

Το ΕΔΔΑ υπενθύμισε αρχικώς ότι η διαδικασία στην οποία κρίνεται η νομιμότητα της (περαιτέρω) στέρησης της ελευθερίας του κατηγορουμένου στην προδικασία, πρέπει, «εν όψει των δραματικών συνεπειών της στα θεμελιώδη δικαιώματα» του τελευταίου, να διεξάγεται κατ’ αντιδικίαν «στην μέγιστη δυνατή έκταση» και να ικανοποιεί την αρχή της ισότητας των όπλων μεταξύ εισαγγελέα και κατηγορουμένου, η οποία επιβάλλει την παροχή πρόσβασης στον κατηγορούμενα ή τον συνήγορό του στο έγγραφα της δικογραφίας που είναι ουσιώδη για την αμφισβήτησή της.

Το ΕΔΔΑ έκρινε ακολούθως ότι μόνη η χορήγηση στον προσφεύγοντα αντιγράφου του εις βάρος του εντάλματος, της έκθεσης έρευνας στην κατοικία του, καθώς και των εκθέσεων εξέτασής του ενώπιον των αστυνομικών αρχών και του ανακριτή, στα οποία γινόταν αναφορά στα αποδεικτικά στοιχεία της υπόθεσης, δεν αρκούσε για να έχει αυτός την δυνατότητα να αντικρούσει τις θέσεις της Εισαγγελίας σε σχέση με την ανάγκη της (περαιτέρω) προσωρινής κρατήσεώς του

Ομοίως, στην υπόθεση του Burghard Theodor Mooren κατά της Γερμανίας το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 5 παρ. 4 ΕΣΔΑ, διότι η Εισαγγελία αρνήθηκε να επιτρέψει στον προσωρινώς κρατούμενο για φοροδιαφυγή προσφεύγοντα και τον συνήγορό του την πρόσβαση στην ογκώδη δικογραφία με επίκληση, ως ανωτέρω, της ανάγκης διαφύλαξης της μυστικότητας των ανακρίσεων, και προσφέρθηκε να παράσχει προφορική ενημέρωση για το περιεχόμενό της, αργότερα δε χορήγησε έγγραφο εκ τεσσάρων σελίδων που περιείχε τα συμπεράσματα της φορολογικής αρχής η οποία είχε διενεργήσει τον σχετικό έλεγχο. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η χορήγηση του τελευταίου αυτού εγγράφου στον συνήγορο του προσφεύγοντος, καθώς και αντιγράφου των αποφάσεων για την προσωρινή κράτησή του, δεν αναπληρώνει την πρόσβαση στο πρωτογενές αποδεικτικό υλικό (καταθέσεις μαρτύρων, συμβάσεις, κατασχεθέντα έγγραφα κ.λπ.), καθ’ όσον τα χορηγηθέντα έγγραφα περιείχαν τα περιστατικά της υπόθεσης, όπως τα ερμηνεύουν οι κρατικές

αρχές επί τη βάσει των αποδεικτικών στοιχείων που έχουν στην διάθεσή τους, και επομένως ήταν αδύνατο για τον κατηγορούμενο να αμφισβητήσει την αξιοπιστία της υπό συζήτηση ερμηνείας χωρίς να έχει γνώση των αποδείξεων επί των οποίων στηρίζεται η τελευταία αυτή.

Το δικαίωμα στην αποκάλυψη αποδεικτικών στοιχείων, πράγματι, δεν είναι απόλυτο, απόλυτο είναι το δικαίωμα του πολίτη να αξιώνει τη μη συγκάλυψη αποδεικτικών στοιχείων.

(ΣΤ) Συμπερασματικά

Η παρ. 3 άρ. 100 ΚΠΔ, ως δικονομική διάταξη δεν είναι μόνον αντιφατική και αόριστη, αλλά και ταυτολογική, καθώς ενέχει λήψη του ζητουμένου, δηλ. ως αρνητική προϋπόθεση να μην θίγεται το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, προκειμένου να εφαρμοστεί, πλην όμως η εφαρμογή της, υπό οιονδήποτε από τους τασσόμενους αξιολογικά αόριστους όρους, θίγει το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη.

Με τις αλλαγές που επέφερε, και πάλι, ο νομοθέτης προ έτους, με το N. 5090 ΦΕΚ Α 30/24.2.2024 (“Παρεμβάσεις στον Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας για την επιτάχυνση και την ποιοτική αναβάθμιση της ποινικής δίκης Εκσυγχρονισμός του νομοθετικού πλαισίου” για την πρόληψη και την καταπολέμηση της ενδοοικογενειακής βίας) η Κυβέρνηση συνειδητά δεν έλαβε υπόψιν το Ν. 4236/2014, τότε ισχύοντος του άρ. 101 ΚΠΔ, που καταργήθηκε, ορθώς, με το Ν. 4620/2019.

Προφανώς και άνευ οιοσδήποτε ευθείας επιταγής ή ενωσιακής υπεροχής εκ της Οδηγίας, και αφού δεν περιέλαβε τίποτε εκ της Οδηγίας 2012/13/ΕΕ στο Ν. 5090/2024, η Κυβέρνηση έχοντας “στο μυαλό της” την “καλή” νομοθέτηση, εισάγει την εν λόγω τροποποίηση του άρ. 100 ΚΠΔ.


Βασική προϋπόθεση της Οδηγίας 2012/13/ΕΕ είναι ότι οι περιορισμοί πρόσβασης θα πρέπει να ερμηνεύονται ΣΤΕΝΑ και σύμφωνα με την ΑΡΧΗ του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη σύμφωνα με την ΕΣΔΑ και όπως ερμηνεύεται στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου: “Δικαίωμα πρόσβασης στο υλικό της υπόθεσης θα πρέπει να παρέχεται με την ΕΠΙΦΎΛΑΞΗ των διατάξεων του εθνικού δικαίου σχετικά με την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και τον τόπο διαμονής των προστατευόμενων μαρτύρων”. Αυτή ήταν και η βασική ratio της εν λόγω Οδηγίας.

(Ζ) Γερμανικός ΚΠΔ

Ενδεικτικώς, σύμφωνα με την διάταξη του άρ. 147 του Γερμανικού ΚΠΔ, προβλέπεται ο εν λόγω περιορισμός ως εξής:

Ο κατηγορούμενος δεν έχει ίδιο (αυτοτελές) δικαίωμα πρόσβασης στη δικογραφία· το δικαίωμα αυτό ανήκει κατ’ αρχήν στον συνήγορό του, ο οποίος το ασκεί για λογαριασμό του. Ο κατηγορούμενος διαθέτει μόνον περιορισμένο δικαίωμα σε πληροφορίες και αποσπάσματα από τα έγγραφα της δικογραφίας κατά το άρθρο 147 παρ. 7 StPO, εφόσον τούτο είναι αναγκαίο για την προσήκουσα υπεράσπισή του, αλλά όχι πλήρη πρόσβαση στη δικογραφία. Ο συνήγορος δύναται να θέσει υπόψη του κατηγορουμένου αντίγραφα από τα έγγραφα της δικογραφίας, προκειμένου να καταστεί δυνατή η υπεράσπισή του. Ο συνήγορος υπεράσπισης έχει το νομικά κατοχυρωμένο δικαίωμα πρόσβασης στη δικογραφία της ποινικής υπόθεσης, προς διασφάλιση των συμφερόντων του κατηγορουμένου. Ο ίδιος ο κατηγορούμενος δεν έχει εκτεταμένο δικαίωμα πρόσβασης, αλλά μπορεί, δυνάμει του άρθρου 147 παρ. 7 StPO, να υποβάλει αίτημα για χορήγηση πληροφοριών και αποσπασμάτων, εφόσον τούτο είναι αναγκαίο για την υπεράσπισή του. Επίσης, οι πληρεξούσιοι των παραστάντων ως πολιτικώς ή ιδιωτικώς εναγόντων διαθέτουν  δικαίωμα  πρόσβασης  στη  δικογραφία.  Θεμέλιο  της

υπεράσπισης: Η γνώση του περιεχομένου της δικογραφίας είναι αναγκαία τόσο για τον κατηγορούμενο όσο και για τον συνήγορό του, προκειμένου να καταρτιστεί αποτελεσματική στρατηγική υπεράσπισης και να γνωρίζουν ποιοι ισχυρισμοί προβάλλονται και ποια αποδεικτικά μέσα τους στηρίζουν. Σχετικά με την ισότητα των όπλων προβλέπει ο ΓερμΚΠΔ: Το δικαίωμα πρόσβασης στη δικογραφία υπηρετεί την εξασφάλιση της ισότητας των όπλων στην ποινική διαδικασία, παρέχοντας στην υπεράσπιση πλήρη γνώση της υπόθεσης.

Λάβετε ενεργά μέρος στην καθημερινή ενημέρωση του https://www.aparaskevi-images.gr/, στέλνοντας φωτογραφίες, video, ή ένα μήνυμα στο  info@aparaskevi-images.gr  Ή μπείτε στην σελίδα μας στο Facebook  ή στο  X(Twitter).

Απαγορεύεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο η χρήση ή η αναπαραγωγή των άρθρων και των φωτογραφιών της ιστοσελίδας aparaskevi-images.gr, σε οποιοδήποτε μέσο χωρίς να αναγράφεται η πηγή προέλευσης. Η χρήση και η αναπαραγωγή αυτών για εμπορικούς σκοπούς απαιτεί την έγγραφη άδεια του ιδιοκτήτη και κατόχου των αντιστοίχων δικαιωμάτων.