Χρήστος Τσίχλης: Κατάλυση ή παραβίαση του Συντάγματος, διαχρονικά;;;

Γράφει ο Χρήστος Ηλ. Τσίχλης δικηγόρος – Συνταγματολόγος – ΔΣ πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης Δήμου Αθηναίων – νομικός συνεργάτης Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Ελλάδα – συνήγορος Αμερικανικού Δημοκρατικού Κόμματος στην Ελλάδα – ΔΣ ιδρύματος Μπότσαρη – νομικός σύμβουλος Βορειοηπειρωτών Ελλάδος.

Το Σύνταγμα της Ελλάδος, κατά πολλούς θεωρείται ως ένα από τα καλύτερα Συντάγματα του κόσμου. Ο υπέρτατος νόμος του κράτους, προσδιορίζει με σαφήνεια δικαιώματα και υποχρεώσεις. Δικαιώματα πολιτών και υποχρεώσεις κράτους- πολίτη. Διαχρονικά, σε κάποιες περιπτώσεις, οι κυβερνήσεις παρέκκλιναν και δεν εφάρμοσαν συγκεκριμένες διατάξεις του Συντάγματος και η τύχη της εφαρμογής, κρίθηκε στα δικαστήρια. Για την έκδοση όμως, δικαστικής απόφασης, που επιβάλλει την αυτονόητη εφαρμογή άρθρου του Συντάγματος, ο πολίτης “θυσιάζει” χρόνο και χρήμα.

1) Δικαστικός έλεγχος Αντισυνταγματικότητας νόμων:  Το Σύνταγμα προβλέπει την υποχρέωση των δικαστών να μην εφαρμόζουν νόμους, οι οποίοι αντίκεινται στο Σύνταγμα (άρθρο 93 παρ. 4 Συντάγματος) και αφετέρου προβλέπει ότι οι δικαστές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και τους νόμους (άρθρο 87 παρ. 2 Συντάγματος). Η δικαιοδοσία ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων, ασκείται σήμερα με διάχυτο έλεγχο. Ο διάχυτος έλεγχος, σύμφωνα με το ισχύον καθεστώς, είναι παρεμπίπτων και όχι ευθύς, ενώ συναφές χαρακτηριστικό του συνιστά και ο συγκεκριμένος και όχι αφηρημένος χαρακτήρας του, διότι πραγματοποιείται μόνο αν τις έχει προσφύγει στη δικαιοσύνη για συγκεκριμένη υπόθεση και αφορά ο έλεγχος αυτός συγκεκριμένες διατάξεις και όχι το σύνολο του νόμου. Διάχυτο έλεγχο έχουμε όταν κάθε δικαστής κάθε βαθμίδας αποφασίζει εάν ο νόμος που καλείται να εφαρμόσει είναι σύμφωνος με το Σύνταγμα.         

Μιλάμε για ανεξάρτητη δικαιοσύνη, αλλά οι προαγωγές και μεταθέσεις δικαστών, συνήθως ρυθμίζονται με απόφαση της εκάστοτε Κυβέρνησης.

Οι προαγωγές, τοποθετήσεις, μεταθέσεις, αποσπάσεις και μετατάξεις των δικαστικών λειτουργών ενεργούνται με προεδρικό διάταγμα.

Οι προαγωγές στις θέσεις του προέδρου και του αντιπροέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου ενεργούνται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου. Η προαγωγή στη θέση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ενεργείται με όμοιο διάταγμα, με επιλογή μεταξύ των μελών του Αρείου Πάγου και των αντεισαγγελέων του, ύστερα από πρόταση του υπουργικού συμβουλίου. 

2) Έλεγχος αντισυνταγματικότητας από την Βουλή, τον Προέδρο της Δημοκρατίας ή την δημόσια διοίκηση που καλείται να εφαρμόσει την διάταξη: Η ένσταση Αντισυνταγματικότητας στην Βουλή, συνήθως προσκρούει στο γεγονός ότι η κυβέρνηση κατέχει την πλειοψηφία και θα την απορρίψει. Ενώ στην δημόσια διοίκηση, ο υπάλληλος, δυστυχώς είναι εξαρτώμενος από την πολιτική ηγεσία, για την προαγωγή ή μετάθεση του. Παρομοίως, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, εκλέγεται από τους βουλευτές και όχι από τον λαό. Άρα, οι περιορισμένες αρμοδιότητες του προέδρου της Δημοκρατίας, σε συνδυασμό με την εκλογή του από την Βουλή, δεν αφήνουν περιθώρια για ουσιαστικό έλεγχο νόμων.                  

Καταρχάς, κατά την ψήφιση ενός νόμου από τη βουλή, αρμοδιότητα να ελέγχει τη συνταγματικότητα του υπό ψήφιση (σχεδίου ή πρότασης) νόμου έχει το Κοινοβούλιο. Πρόκειται για τον κοινοβουλευτικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, που, παρότι δεν προβλέπεται ρητώς στο Σύνταγμα, ασκείται από το κοινοβούλιο, αφού αυτό αποτελεί συντεταγμένο όργανο του κράτους που οφείλει να τηρεί το Σύνταγμα.

Σύμφωνα με το άρθρο 100 του Κανονισμού της Βουλής, κατά το στάδιο της καταρχήν ψηφίσεως του νόμου, ο Πρόεδρος της βουλής και κάθε βουλευτής ή μέλος της κυβέρνησης μπορεί να υποβάλλει ένσταση περί της αντισυνταγματικότητας της ή των διατάξεων του υπό ψήφιση νόμου, καθώς και, μέχρι την έναρξη της ψηφοφορίας, ένσταση αντισυνταγματικότητας για κάθε τροπολογία που κατατέθηκε. Η αντισυνταγματικότητα μπορεί να αφορά τόσο το περιεχόμενο του νόμου όσο και την παραβίαση των διαδικαστικών διατάξεων του Συντάγματος. Επί της ένστασης αυτής αποφασίζει η βουλή.

Μετά την ψήφιση του νόμου, γίνεται δεκτό ότι έλεγχο αντισυνταγματικότητας μπορεί να ασκεί και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας (ΠτΔ), που οφείλει να εκδώσει και να δημοσιεύσει τους νόμους στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μέσα σε ένα μήνα από την ψήφισή τους, σύμφωνα με το άρθρο 42 παρ.1 του Συντάγματος. Μέσα στην προθεσμία αυτή, ο ΠτΔ μπορεί να αναπέμψει στη βουλή τον ψηφισμένο νόμο, για λόγους αντισυνταγματικότητας.

Πάντως, κατά την κρατούσα άποψη στη συνταγματική θεωρία, μόνο για λόγους τυπικής αντισυνταγματικότητας, δηλαδή ότι κατά την ψήφιση του νόμου παραβιάστηκαν οι διαδικαστικές διατάξεις του Συντάγματος, μπορεί ο ΠτΔ να αναπέμψει τον ψηφισμένο νόμο στη Βουλή. Αντιθέτως, δεν μπορεί να αναπέμψει τον νόμο στη Βουλή για λόγους ουσιαστικής αντισυνταγματικότητας, δηλαδή διότι το περιεχόμενό του αντίκειται στο περιεχόμενο του Συντάγματος. Αν το σχέδιο ή η πρόταση νόμου ψηφιστεί εκ νέου από την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, ο ΠτΔ εκδίδει και δημοσιεύει το κείμενο του νόμου εντός δέκα ημερών, υποχρεωτικά. Να σημειωθεί, πάντως, ότι μέχρι και σήμερα δεν ασκήθηκε η αρμοδιότητα της αναπομπής (βέτο αναβλητικής αρνησικυρίας) από κανέναν ΠτΔ.

Μετά την ψήφισή του νόμου από τη Βουλή έλεγχο αντισυνταγματικότητας μπορούν να ασκήσουν, καταρχήν, τα όργανα της εκτελεστικής λειτουργίας (διοικητικά όργανα) που καλούνται να τον εφαρμόσουν. Και αυτό, διότι τα όργανα αυτά υποχρεούνται να εφαρμόζουν και να τηρούν το Σύνταγμα. Στη νομολογία έχει γίνει, ήδη, δεκτό ότι τα διοικητικά όργανα μπορούν να μην εφαρμόζουν τις προδήλως αντισυνταγματικές νομοθετικές διατάξεις που καλούνται να εφαρμόσουν. Ως προδήλως αντισυνταγματικές διατάξεις πρέπει κυρίως να θεωρούνται αυτές που έχουν κριθεί ως αντισυνταγματικές με αποφάσεις των ανωτάτων δικαστηρίων.

Στο ίδιο πλαίσιο, πρέπει να γίνει δεκτό ότι έλεγχο συνταγματικότητας μπορούν να ασκούν και αρχές που καλούνται να επιλύσουν εξωδίκως τις  ανακύπτουσες διαφορές μεταξύ ιδιωτών ή μεταξύ των διοικούμενων και της Διοικήσεως, όταν καλούνται να εφαρμόσουν νόμο που αντίκειται κατά περιεχόμενο στο Σύνταγμα.

Ο σπουδαιότερος, όμως, θεσμός του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων που παράγει και τις σπουδαιότερες έννομες συνέπειες, είναι ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων.                    

3) Ανεξάρτητες Αρχές συνταγματικά κατοχυρωμένες: Κεντρικό σημείο διαφωνιών γύρω από τις Ανεξάρτητες διοικητικές αρχές, υπήρξε το ζήτημα της δημοκρατικής νομιμοποίησής τους, αλλά και το κατά πόσον πλησιάζουν τα όρια παραβίασης ουσιωδών Συνταγματικών ελευθεριών. Το ελληνικό Σύνταγμα στηρίζεται στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 1. Αυτό σημαίνει ότι οι πολίτες αποτελούν την πηγή εκείνη μέσα από την οποία πηγάζουν οι τρεις εξουσίες (νομοθετική, εκτελεστική, δικαστική). Το σύνταγμα στα άρθρα 4 και επόμενα μιλά για σεβασμό στην προσωπικότητα του ανθρώπου και ίση μεταχείριση όλων των Ελλήνων, έναντι του νόμου και αυτούς τους θεμελιώδεις κανόνες δεν δικαιούται να παραβιάσει καμία αρχή, στο όνομα της όποιας ανεξαρτησίας της. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει επιπλέον η γνώμη, που εκφράζουν αρκετοί θεωρητικοί του δικαίου, τονίζοντας την ανάγκη ύπαρξης και εφαρμογής της αρχής της νομιμότητας, η οποία επιβάλλεται να διέπει την οργάνωση και τη δράση της δημόσιας διοίκησης. Η αρχή της νομιμότητας όπως απορρέει από το Σύνταγμα έχει να κάνει με το γεγονός ότι καμία διοικητική δραστηριότητα ακόμη και αν προέρχεται από Ανεξάρτητη αρχή και με στόχο την εξασφάλιση της συνέχειας της διοικητικής αρχής στα όρια της συνταγματικής τάξης, δεν θα πρέπει να γίνεται κατά παρέκκλιση της νομιμότητας, μέσα στα Συνταγματικά όρια της.

Θα πρέπει να αναφέρουμε, ότι οι Ανεξάρτητες Αρχές οφείλουν να λογοδοτούν στην νομοθετική εξουσία και όχι την εκτελεστική. Παρόλα αυτά η πρακτική έχει δείξει, ότι η εκτελεστική εξουσία ακόμα και σήμερα προσπαθεί με διαφορετικούς τρόπους να παρέμβει στο έργο τους. Το θέμα της ΕΛ.ΣΤΑΤ είναι χαρακτηριστικό με σημαντικά κατά καιρούς γεγονότα, που είχαν να κάνουν με τη δημοσιοποίηση αριθμών, αναφορικά με την ελληνική οικονομία. Είναι πασίδηλο, πως όταν οι ανεξάρτητες αρχές επιτελέσουν το έργο τους πραγματικά ”ανεξάρτητα”, όπως γίνεται και εκτός Ελλάδος από αντίστοιχες αρχές, μόνο τότε τα αποτελέσματα θα είναι θετικά για το συμφέρον των πολλών.                                                                       

4) Δημιουργία νόμων χωρίς σχέδιο και έλλειψη κωδικοποίησης νόμων: Το ρυθμιστικό πλαίσιο στην Ελλάδα, δηλαδή όλοι οι νόμοι που διέπουν τις κοινωνικές και οικονομικές σχέσεις, αποτελεί βασική παθογένεια του πολιτικού και διοικητικού συστήματος της χώρας. Η ποσότητα της παραγόμενης νομοθεσίας, καθώς και η ποιότητά της, παρεμποδίζουν την απρόσκοπτη δημοκρατική λειτουργία καθώς και την οικονομική ανάπτυξη της χώρας.

Η έναρξη της διαδικασίας σύνταξης ενός νόμου γίνεται συνήθως λόγω της επιθυμίας της πολιτικής ηγεσίας να δείξει πως παράγει έργο. Ο εκάστοτε Υπουργός υποστηρίζει ότι ο προηγούμενος νόμος που ρυθμίζει κάποιο θέμα, είτε παρουσιάζει σημαντικά προβλήματα, είτε δε συμφωνεί με την ευρύτερη ιδεολογική θέση του κι έτσι προχωρά στην αντικατάστασή του. Σπάνια υπάρχουν τα δεδομένα και η τεκμηρίωση για την αλλαγή ενός νόμου. Πολλές φορές, η σύνταξη σχεδίου νόμου, αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση συμφερόντων συγκεκριμένης εκλογικής μερίδας, συγκεκριμένων ψηφοφόρων. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει πως η νομοθέτηση δεν ακολουθεί κάποιες φορές πιο ορθολογικούς δρόμους.

Επιπροσθέτως, καθίσταται άκρως απαραίτητη η κωδικοποίηση της νομοθεσίας, καθώς για το ίδιο θέμα, υφίστανται διαφορετικοί νόμοι, προεδρικά διατάγματα, εγκύκλιοι, νομολογία κλπ. Ο περιορισμός της πολυνομίας, η διαρκής κωδικοποίηση και η αναμόρφωση της υφιστάμενης νομοθεσίας , αξιοποιώντας τις σύγχρονες τεχνολογίες, ώστε να απλοποιηθεί και να επικαιροποιηθεί το σώμα των κανόνων που βρίσκονται σε ισχύ, να καταστούν αυτοί περισσότερο εύληπτοι και προσιτοί στους κοινωνούς του δικαίου, καθώς επίσης να υπάρξει στρατηγική ένταξης της νέας νομοθεσίας στις ήδη υφιστάμενες κωδικοποιήσεις και να εξασφαλίζεται η ηλεκτρονική διασύνδεση με αυτές. Στην κωδικοποίηση και την αναμόρφωση της υφιστάμενης νομοθεσίας κρίνεται απαραίτητη, κατά περίπτωση, η απλοποίηση, αποκάθαρση και ένταξη σε ενιαίο κείμενο των νόμων, κανονιστικών διαταγμάτων και αποφάσεων και, ιδίως, η αναδιάρθρωση διατάξεων, η απάλειψη των διατάξεων που έχουν καταργηθεί ρητά ή σιωπηρά, καθώς και των μεταβατικών διατάξεων που δεν έχουν πεδίο εφαρμογής, η αναδιατύπωση των κειμένων σε εύληπτη γλώσσα, η προσαρμογή των διατάξεων που καθορίζουν αρμοδιότητες διοικητικών και άλλων οργάνων προς το υφιστάμενο οργανωτικό σχήμα των κεντρικών και αποκεντρωμένων κρατικών υπηρεσιών, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων του δημόσιου τομέα, με γνώμονα την εύρυθμη και διαφανή λειτουργία των εν λόγω οργάνων, καθώς και οι αναγκαίες φραστικές μεταβολές.                                                                         

5) Κατά παράβαση του Συντάγματος, οι δημόσιες υπηρεσίες πολλές φορές δεν απαντούν στον πολίτη ή απαντούν με υπερβολική καθυστέρηση: Η δημόσια υπηρεσία είναι υποχρεωμένη να απαντήσει εγγράφως στον πολίτη, αλλιώς ο υπάλληλος που έχει χρεωθεί την υπόθεση, ευθύνεται για παράβαση καθήκοντος. Το άρθρο 10 παρ. 3 του Συντάγματος αναφέρει ότι η αρμόδια υπηρεσία υποχρεούται να απαντά στα αιτήματα μέσα σε ορισμένη προθεσμία, όχι μεγαλύτερη των 60 ημερών. Σε περίπτωση παρόδου άπρακτης της προθεσμίας αυτής ή παράνομης άρνησης, καταβάλλεται ειδική χρηματική  ικανοποίηση στον αιτούντα, κατόπιν αναφοράς στο υπουργείο διοικητικής μεταρρύθμισης και δύναται να προσφύγει κατά του υπαλλήλου και του διευθυντή για παράβαση καθήκοντος και να καταθέσει αγωγή αποζημίωσης, εάν από την καθυστέρηση έγγραφης απάντησης, προκλήθηκε ζημία του πολίτη.  Ο Συνήγορος του Πολίτη, έχει ζητήσει επανειλημμένα να επανέλθει η διάταξη που προέβλεπε αποκλειστική προθεσμία υποχρεωτικής απάντησης δημόσιας υπηρεσίας βάσει νόμου (άρθρο 4 του νόμου 2690/1999), η οποία καταργήθηκε προ δεκαετίας με τα πρώτα μνημόνια. Διότι σήμερα υφίσταται Συνταγματική επιταγή υποχρεωτικής αποκλειστικής προθεσμίας απάντησης δημόσιας διοίκησης, χωρίς νόμο. Το Σύνταγμα είναι ο υπέρτατος νόμος του κράτους, αλλά όταν δεν υφίσταται ειδικός νόμος για το ίδιο θέμα, η εφαρμογή του Συντάγματος κρίνεται πολλές φορές στα δικαστήρια.

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 του Ν2690/ 1999 ΚΔΔ (την επαναφορά της οποίας ζητά ο Συνήγορος του Πολίτη), οι δημόσιες υπηρεσίες, ΟΤΑ, ΝΠΔΔ οφείλουν να απαντούν εντός 50 ημερών. Για τις υποθέσεις αρμοδιότητας περισσοτέρων υπηρεσιών, η προθεσμία των 50 ημερών παρατείνεται κατά 10 ακόμα ημέρες. Εάν κάποια υπόθεση δεν μπορεί να διεκπεραιωθεί λόγω αντικειμενικής αδυναμίας αιτιολογημένης, η αρμόδια υπηρεσία οφείλει εντός 5 ημερών πριν την εκπνοή τους, να γνωστοποιήσει εγγράφως στον αιτούντα τους λόγους καθυστέρησης, τον υπάλληλο που έχει αναλάβει την υπόθεση και τα στοιχεία επικοινωνίας του και κάθε άλλη χρήσιμη πληροφορία.  

Η προθεσμία των 50 ημερών είναι ημερολογιακή, άρχεται από την ημερομηνία εισόδου της αίτησης στην υπηρεσία και πρωτοκόλλησής της, εφόσον έχουν συνυποβληθεί τα τυχόν απαραίτητα δικαιολογητικά.

6) Η αρχή της Φορολογικής ισότητας βάσει Συντάγματος: Από την γενική αρχή της ισότητας, που καθιερώνεται στο άρθρο 4 παρ. 1 Συντ., αντλούνται τρία διακριτά κανονιστικά προτάγματα: α) η αξίωση για ισονομία, δηλαδή η ίση εφαρμογή των Νόμων σε όλους, β) η αξίωση για ρύθμιση γενική και αφηρημένη και γ) η αξίωση για ίση μεταχείριση όλων των όμοιων περιπτώσεων από το Νομοθέτη. Συνεπώς, η αρχή της ισότητας δεσμεύει και τον ίδιο το Νομοθέτη, η μη συμμόρφωση του οποίου ελέγχεται δικαστικά, καθώς με το άρθρο 4 παρ. 1 Συντ. θεμελιώνεται όχι μόνον η ισότητα των πολιτών απέναντι στο Νόμο, αλλά και η ισότητα του Νόμου απέναντι στους πολίτες. Κατά τον δικαστικό αυτόν έλεγχο, που είναι έλεγχος ορίων, και όχι έλεγχος των κατ’ αρχήν επιλογών ή του ουσιαστικού περιεχομένου των νομικών κανόνων, δεν εξετάζεται η σκοπιμότητα θέσπισης μιας διάταξης Νόμου, αλλά εξετάζεται από τα Δικαστήρια, αυστηρώς και μόνον, η παραβίαση των ορίων που διαγράφονται από την αρχή της ισότητας και τα οποία αποκλείουν τόσο την έκδηλη άνιση μεταχείριση με τη μορφή της εισαγωγής ενός καθαρά χαριστικού μέτρου ή ενός προνομίου μη συνδεόμενου με αξιολογικά κριτήρια, όσο και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση προσώπων που βρίσκονται κάτω από διαφορετικές συνθήκες, με βάση όλως τυπικά και συμπτωματικά ή άσχετα μεταξύ τους κριτήρια (βλ. Κοφίνης στο Συλλογικό Έργο «Σύνταγμα Κατ’ άρθρο ερμηνεία», εκδ. Σάκκουλα, 2017, σελ. 54-55).

Η ισότητα του νόμου απέναντι στους πολίτες συνίσταται στην δέσμευση του νομοθέτη, κατά την ρύθμιση ουσιωδώς όμοιων πραγμάτων, σχέσεων ή καταστάσεων και κατηγοριών προσώπων, να μην μεταχειρίζεται τις περιπτώσεις αυτές κατά τρόπο ανόμοιο, εισάγοντας εξαιρέσεις και κάνοντας εν γένει διακρίσεις, εκτός αν η διαφορετική ρύθμιση δεν είναι αυθαίρετη, διότι επιβάλλεται από λόγους γενικότερου ή δημοσίου συμφέροντος, η συνδρομή των οποίων υπάγεται στον έλεγχο των Δικαστηρίων. Συνεπώς, αν με νόμο προβλεφθεί δικαιολογημένη ειδική ρύθμιση για μια ορισμένη κατηγορία προσώπων και αποκλειστεί από την ρύθμιση αυτή, κατ’ αδικαιολόγητη δυσμενή διάκριση, άλλη κατηγορία προσώπων, ως προς την οποία συντρέχει ο ίδιος λόγος, που δικαιολογεί την ειδική εκείνη μεταχείριση, η διάταξη που εισάγει τη δυσμενή αυτή διάκριση είναι ανίσχυρη ως αντισυνταγματική (βλ. Κ. Χρυσόγονος «Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα», εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2002, σελ. 117-118 και 120, ΣτΕ 2153/1989 ΔικΔικ 1990, σελ. 72 επ., ΑΟ 1222/1998, ΕλλΔνη 1994 σελ. 1513, ΑΠ 337/1997 ΝοΒ 1998 σελ. 1244).

Περαιτέρω, δημόσια βάρη είναι οι άνευ ειδικού ανταλλάγματος χρηματικές παροχές των ιδιωτών προς το Κράτος. Από την διάταξη του άρθρο 4 παρ. 5 Συντ. συνάγεται ότι οι φορολογικοί νόμοι δεν μπορούν να προβαίνουν σε αδικαιολόγητες διακρίσεις ή να επιβαρύνουν δυσανάλογα και υπέρμετρα ορισμένους πολίτες ή κατηγορίες πολιτών. Η αρχή της φορολογικής ισότητας, που καθιερώνεται στο αμέσως ανωτέρω άρθρο, επιβάλλει την όμοια φορολογική μεταχείριση ατόμων που βρίσκονται κάτω από τις ίδιες οικονομικές συνθήκες (οριζόντια φορολογική ισότητα) και την ανόμοια μεταχείριση εκείνων που βρίσκονται κάτω από διαφορετικές συνθήκες (κάθετη φορολογική ισότητα), έτσι ώστε να μην είναι συνταγματικά ανεκτή ούτε η άνιση μεταχείριση όμοιων περιπτώσεων ούτε η ίση μεταχείριση ανόμοιων (βλ. Γκέρτσος στο Συλλογικό Έργο «Σύνταγμα Κατ’ άρθρο ερμηνεία», εκδ. Σάκκουλα, 2017, σελ. 1210, Φινοκαλιώτης «Φορολογικό Δίκαιο», εκδ. Σάκκουλα, 1999, σελ. 140).

7) Η ανάγκη δημιουργίας Συνταγματικού Δικαστηρίου στην Ελλάδα: Στην Ελλάδα δεν υφίσταται Συνταγματικό δικαστήριο, σε αντίθεση με προηγμένες ευρωπαϊκές χώρες και τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Εάν υπήρχε Συνταγματικό δικαστήριο, η απόφαση του, θα είχε ισχύ νόμου και θα ήταν αμέσως εκτελεστή, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη πράξη της δημόσιας διοίκησης. Σήμερα, δεν υφίσταται Συνταγματικό δικαστήριο και η απόφαση του ανωτάτου δικαστηρίου, δεσμεύει την κυβέρνηση – δημόσια διοίκηση, ως προς την εφαρμογή, αλλά όχι ως προς τον χρόνο εφαρμογής της απόφασης και δεν έχει ισχύ νόμου. Σήμερα, η απόφαση του ανωτάτου δικαστηρίου δεν είναι αμέσως εκτελεστή, αλλά απαιτείται προηγούμενη πράξη της δημόσιας διοίκησης για την εφαρμογή της. Απαραίτητη προϋπόθεση, για την ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου, είναι η συνταγματική διασφάλιση της ανεξαρτησίας των δικαστών του Συνταγματικού Δικαστηρίου και η στελέχωση του, με δικαστές κοινής αποδοχής. Η κατοχύρωση της ανεξαρτησίας, αποτελεί πρωταρχικό μέλημα. Η θέσπιση ενός Συνταγματικού Δικαστηρίου καταργεί από τον κάθε Δικαστή την υποχρέωση,  προς διάχυτο, παρεμπίπτοντα και συγκεκριμένο έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων και μεταθέτει αυτόν, μέσω της μορφής ερωτήματος,  προς ένα Ειδικό Δικαστήριο ελέγχου συνταγματικότητας. Αφαιρεί δηλαδή, την κατά το άρθρο 93 παρ.4 του Συντάγματος δυνατότητα να γίνεται  έλεγχος  της  νομοθετικής εξουσίας από όλα ανεξαιρέτως τα Δικαστήρια κι από καθέναν ανεξάρτητο φυσικό Δικαστή.

Είναι γεγονός ότι στη μέχρι τώρα λειτουργία του Πολιτεύματος και στην πράξη, υφίσταται σύγχυση και αλληλεπίδραση νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας.

Επίσης, γεγονός είναι ότι κάποιες Κυβερνήσεις επιθυμούν το μειωμένο έλεγχό τους από τη Δικαιοσύνη άλλοτε για μη διατυπωμένες ορθά ρυθμίσεις και άλλοτε για πραγματικά δόλιες δράσεις. Σε κάθε περίπτωση ο έλεγχος της κυβερνητικής δράσης από το σύνολο των μελών του Δικαστικού  Σώματος είναι προφανές ότι θα δημιουργήσει όχι μόνο προσκόμματα, αλλά θα αναγείρει και αναχώματα σε τυχόν μη σύννομη κυβερνητική δράση, προστατεύοντας τα έννομα αγαθά που τυχόν θίγονται.

8) Η ανεξαρτησία των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης βάσει Συντάγματος- Απαγόρευση λογοκρισίας: Οι άδειες των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, αποτελούν κρατικές άδειες και υπόκεινται στην κρατική εποπτεία, όχι μόνο από το Ραδιοτηλεοπτικό συμβούλιο, αλλά και από το υπουργείο οικονομικών. Η συκοφαντική δυσφήμιση, ο διασυρμός, η διασπορά ψευδών ειδήσεων κ.α. , αποτελούν ποινικά αδικήματα και κρίνονται στα δικαστήρια με δικαστικές αποφάσεις.  Αρκετά μέσα μαζικής ενημέρωσης, αποτελούν επιχειρηματικές ανώνυμες εταιρείες, με σκοπό το κέρδος από διαφημίσεις και “χάνεται” η αδέσμευτη και ανεξάρτητη δημοσιογραφία. Στο άρθρο 14 του Συντάγματος αναφέρεται πως ο τύπος είναι ελεύθερος και καθένας μπορεί να εκφράζει να διαδίδει προφορικά, γραπτά και δια του τύπου τους στοχασμούς του τηρώντας τους νόμους του κράτους, ενώ η λογοκρισία και κάθε άλλο προληπτικό μέτρο απαγορεύονται. Στη συνέχεια, σχετικά με την ραδιοτηλεόραση και τον κινηματογράφο το άρθρο 15 του Συντάγματος αναφέρει πως υπάγονται στον άμεσο έλεγχο του κράτους και τελούν υπό την εποπτεία του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης, το οποίο επιβάλλει εν συνεχεία διοικητικές κυρώσεις.

—–

Λάβετε ενεργά μέρος στην καθημερινή ενημέρωση του www.aparaskevi-images.gr , στέλνοντας φωτογραφίες, video, ή ένα μήνυμα στο  info@aparaskevi-images.gr Ή μπείτε στην σελίδα μας στο Facebook  ή στο Twitter.

Απαγορεύεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο η χρήση ή η αναπαραγωγή των άρθρων και των φωτογραφιών της ιστοσελίδας aparaskevi-images.gr, σε οποιοδήποτε μέσο χωρίς να αναγράφεται η πηγή προέλευσης. Η χρήση και η αναπαραγωγή αυτών για εμπορικούς σκοπούς απαιτεί την έγγραφη άδεια του ιδιοκτήτη και κατόχου των αντιστοίχων δικαιωμάτων.